ὑπόχολος

ὑπόχολος
ὑπόχολος
somewhat bilious
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπόχολος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει μικρή ποσότητα χολής·2. μτφ. λίγο μελαγχολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χολος (< χόλος/ χολή), πρβλ. κατά χολος, περί χολος] …   Dictionary of Greek

  • ὑπόχολον — ὑπόχολος somewhat bilious masc/fem acc sg ὑπόχολος somewhat bilious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόχολα — ὑπόχολος somewhat bilious neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόχολοι — ὑπόχολος somewhat bilious masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποχολώδης — ῶδες, Α [ὑπόχολος] λίγο χολώδης …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”